Αρχαιολογικός Χώρος Αποδούλου Αμαρίου
Ο παλαιοανακτορικός οικισμός στο Αποδούλου δεσπόζει σε χαμηλό λόφο που ονομάζεται από τους ντόπιους ‘ Του Διγενή το Χάλκωμα’ ή ‘Γούρνες’. Βρίσκεται σε στρατηγικό σημείο από άποψη γεωγραφικής θέσης, επί της φυσικής οδού, που τον συνδέει με το ανακτορικό κέντρο του Μοναστηρακίου (18 χλμ. Δ) και το ανακτορικό κέντρο της Φαιστού (20 χλμ. ΝΑ).
Το 1930, δοκιμαστικές τομές, που έγιναν από τον Καθηγητή Σπ. Μαρινάτο, αποκάλυψαν ίχνη Νεοανακτορικής εγκατάστασης (Τομέας 1) και απέδωσαν μεταξύ άλλων και τμήματα τριών λίθινων αγγείων με Γραμμική Α γραφή. Στη διάρκεια του Β΄ Παγκοσμίου πολέμου, πραγματοποιήθηκε σύντομη ανασκαφή στο νότιο τμήμα του λόφου από τον Γερμανό αρχαιολόγο E. Kirsten (1951). Κατά την περίοδο 1985- 2005, η θέση ανασκάφηκε από Ελληνο-Ιταλική αρχαιολογική αποστολή υπό τη διεύθυνση του επίτιμου Γενικού Διευθυντή Αρχαιοτήτων του Υπουργείου Πολιτισμού, Δρ. Γιάννη Τζεδάκι και του Καθηγητή του Πανεπιστημίου της Νάπολης, Federico II, Louis Godart, φέρνοντας στο φως ένα σημαντικό μινωικό παλαιοανακτορικό οικισμό.
Η κύρια εγκατάσταση χρονολογείται στην Παλαιοανακτορική περίοδο (περίπου 1900-1700 π.Χ.) και καταστράφηκε από πυρκαγιά στο τέλος της. Μετά την καταστροφή, έγινε χρήση του χώρου και κατά την επόμενη περίοδο, τη Νεοανακτορική (1700-1650 π.Χ).
Η γενικότερη έκταση του οικισμού υπολογίζεται σε 3.500 τ.μ. Τα ανεσκαμμένα παλαιοανακτορικά κτιριακά συγκροτήματα έχουν εμβαδόν 625 τ.μ. .
Μέχρι σήμερα έχουν αποκαλυφθεί τμηματικά έξι (6) οικοδομικά συγκροτήματα (Συγκροτήματα Α, Β, Γ, Δ, Ε, Ζ), ο συνολικός σχεδιασμός και η αρχιτεκτονική των οποίων μοιάζουν να ακολουθούν το φυσικό ανάγλυφο. Στενοί δρόμοι χωρίζουν τα συγκροτήματα. Δύο εξ΄αυτών, το Α και το Δ, έχουν κοινή πρόσοψη με χαρακτηριστική οδόντωση και φέρουν εξωτερικά, στα νοτιοδυτικά, πλακόστρωτο δρόμο. Τα συγκροτήματα Β και Γ ήταν κτισμένα ψηλότερα, σε επίπεδο τμήμα του λόφου ενώ τα Α, Δ και Ε βρίσκονται πιο χαμηλά σε αυτόν. Ο δρόμος μεταξύ των συγκροτημάτων Β και Γ σώζει κατάλοιπα από αποχετευτικό κανάλι καλυμμένο με πλάκες, ενώ ο δρόμος μεταξύ των συγκροτημάτων Δ και Ζ οδηγούσε στην έξοδο του οικισμού προς τα δυτικά, διατρέχοντας εξωτερικά τα συγκροτήματα Α και Δ. Αξιοσημείωτο εύρημα σε γειτνίαση με τον δρόμο που διέρχεται μπροστά από την ΝΔ όψη του οικισμού, αποτελεί πήλινη ζωόμορφη υδρορροή με μορφή κεφαλής κριού.
Σε κάποια από τα συγκροτήματα εντοπίστηκαν στοιχεία που δηλώνουν την παρουσία ορόφου, ενώ η ύπαρξη δύο επιπέδων στον ίδιο χώρο δείχνει ότι οι κάτοικοί του εκμεταλλεύτηκαν το φυσικό ανάγλυφο της περιοχής. Στο ισόγειο των συγκροτημάτων αποκαλύφθηκαν αποθηκευτικοί χώροι και εργαστήρια, χώροι με εστίες, αποθήκη αγγείων κάτω από κλίμακα, ενώ στον όροφο (Συγκροτήματα Α και Δ) στεγαζόταν ο κύριος χώρος κατοικίας.
Το συγκρότημα Α, συνολικού εμβαδού 225 τ.μ., έχει ανασκαφεί σχεδόν εξολοκλήρου. Περιελάμβανε ένα σύμπλεγμα εκτεταμένων αποθηκευτικών και εργαστηριακών χώρων, που επικοινωνούσαν μεταξύ τους. Τα ευρήματα των χώρων αυτών είναι κυρίως λίθινα εργαλεία καθώς και αποθηκευτικά αγγεία όλων των μεγεθών. Χαρακτηριστική είναι η περίπτωση μεγάλης αποθήκης (Χώρος 3), όπου βρέθηκαν συνολικά δεκαέξι (16) πίθοι τοποθετημένοι σε δύο σειρές κατά μήκος της ΝΔ πλευράς του, η μία ψηλότερα σε θρανίο και η δεύτερη χαμηλότερα στο δάπεδο. Σε παρακείμενο χώρο δύο επιπέδων (Χώρος 6), που είχε χρησιμοποιηθεί ως κεραμικό εργαστήριο, εντοπίστηκαν δύο δίσκοι κεραμικού τροχού. Ένα ενδιαφέρον αρχιτεκτονικό στοιχείο αποτελεί η κλίμακα σε σχήμα Γ, στο Χώρο 9, που περιείχε, μάλλον τοποθετημένα σε ράφια, περισσότερα από εκατόν δεκαοχτώ (118) αγγεία.
Η κεραμική που μελετήθηκε, προέρχεται κυρίως από το συγκρότημα Α, αλλά και από τα συγκροτήματα Β και Δ, καθώς και από τον Τομέα 1, της ανασκαφής του Σπ. Μαρινάτου. Χρονολογείται στην Παλαιοανακτορική περίοδο (1900-1700 π.Χ), κυρίως στην τελευταία φάση της (1700 π.Χ). Από ορισμένα σημεία προήλθαν και αγγεία της Νεοανακτορικής περιόδου (1700-1650 π.Χ). Τα σχήματα που κυριαρχούν είναι άωτα και μόνωτα κύπελλα, βαθιές και αβαθείς ανοιχτές φιάλες μικρού μεγέθους, λεκανίδες, πίθοι και πιθαράκια, αμφορείς, πρόχοι, γαλατιέρες, τεϊέρες καθώς και αρκετά μικρογραφικά αγγεία. Τα περισσότερα σχήματα αγγείων από το Αποδούλου βρίσκουν παράλληλα στο Μοναστηράκι, στη Φαιστό, την Αγία Τριάδα, το Καμηλάρι και τον Κομμό. Αξιοσημείωτο είναι ένα αμφικωνικό αγγείο με δύο λαβές και διπλή πρόχυση, πιθανά τελετουργικής λειτουργίας και χρήσης, καθώς και ιδιόμορφο γεφυρόστομο αγγείο.
Η ανεύρεση σφραγιδόλιθων και ενσφράγιστου υφαντικού βάρους σε διάφορα σημεία του οικισμού, δηλώνει την εμπλοκή των ανθρώπων του οικισμού στο σύστημα διοικητικού ελέγχου της εποχής.
Η αρχιτεκτονική, τα ευρήματα αλλά και η γεωγραφική θέση του παλαιοανακτορικού οικισμού στο Αποδούλου, δείχνουν ότι πρόκειται για μια αγροτική εγκατάσταση η οποία συνδεόταν με το ανακτορικό κέντρο του Μοναστηρακίου και το ανάκτορο της Φαιστού.
Βιβλιογραφία
Tzigounaki, A. (1995). Protopalatial site of Apodoulou: Chronology and relation with the neighbourhood. 7th International Cretalogical Congress Proceedings (August 25-29, 1991) Rethymnon 1995, 895-915, Tables 50-57.
Tzigounaki, A. (1999). Apodhoulou. Elements of architecture of a Protopalatial Settlement. In R. Laffineur and W.D. Niemeier (eds.), MELETEMATA: Studies in Aegean Archaeology Presented to Malcolm H. Wiener as He Enters His 65th Birthday (Aegaeum 20), Liège, 863-867.
Tzigounaki, A. (2011). Ο παλαιοανακτορικός οικισμός Αποδούλου Αμαρίου. 10th International Cretological Congress (Chania 1-8 October 2006), Vol. 2, 493-510.
Τζιγκουνάκη, Α. & Godart L. (2014). H Ελληνο-Ιταλική Ανασκαφική Έρευνα στο Αμάρι. Πεπραγμένα Διεθνούς Συνεδρίου: Η Επαρχία Αμαρίου από την αρχαιότητα έως σήμερα, 79-96.
Venieri, I. (2020). Tableware from the Middle Minoan Settlement at Apodoulou, Crete: A Typological Assessment, SMEA NS6, 97-132.